υπαρξιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπαρξιστής < υπαρξισμός + -ιστής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική existentialiste)
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπαρξιστής αρσενικό
- (φιλοσοφία) ο φιλόσοφος που εντάσσεται στο ρεύμα του υπαρξισμού
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις υπαρξισμός, ύπαρξη και υπάρχω
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπαρξιστής