υπανάπτυξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπανάπτυξη | οι | υπαναπτύξεις |
γενική | της | υπανάπτυξης* | των | υπαναπτύξεων |
αιτιατική | την | υπανάπτυξη | τις | υπαναπτύξεις |
κλητική | υπανάπτυξη | υπαναπτύξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπαναπτύξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπανάπτυξη < υπό + ανάπτυξη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική underdevelopment)
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπανάπτυξη θηλυκό
- ελλιπής ανάπτυξη, καθυστέρηση στην πρόοδο
- (κατ’ επέκταση) ανωριμότητα
- η ιδιότητα των λεγόμενων χωρών του Τρίτου Κόσμου να παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη της παραγωγικής διαδικασίας και άλλων οικονομικών παραγόντων
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- υπανάπτυκτος / υποανάπτυκτος
- → δείτε τις λέξεις υπό και αναπτύσσω
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπανάπτυξη