Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπανάπτυξη οι υπαναπτύξεις
      γενική της υπανάπτυξης* των υπαναπτύξεων
    αιτιατική την υπανάπτυξη τις υπαναπτύξεις
     κλητική υπανάπτυξη υπαναπτύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπαναπτύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπανάπτυξη < υπό + ανάπτυξη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική underdevelopment)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπανάπτυξη θηλυκό

  1. ελλιπής ανάπτυξη, καθυστέρηση στην πρόοδο
  2. (κατ’ επέκταση) ανωριμότητα
  3. η ιδιότητα των λεγόμενων χωρών του Τρίτου Κόσμου να παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη της παραγωγικής διαδικασίας και άλλων οικονομικών παραγόντων

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία