υδρογονοκίνητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υδρογονοκίνητος < υδρογόν(ο) + -ο- + -κίνητος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hydrogen-powered
Επίθετο
επεξεργασίαυδρογονοκίνητος
- που κινείται με υδρογόνο
Συγγενικά
επεξεργασία- υδρογονοκίνηση
- → δείτε τις λέξεις υδρογόνο, ύδωρ, γίνομαι και κινώ