υδρογονοκίνηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υδρογονοκίνηση | οι | υδρογονοκινήσεις |
γενική | της | υδρογονοκίνησης | των | υδρογονοκινήσεων |
αιτιατική | την | υδρογονοκίνηση | τις | υδρογονοκινήσεις |
κλητική | υδρογονοκίνηση | υδρογονοκινήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υδρογονοκίνηση < υδρογόν(ο) + -ο- + κίνηση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ðɾo.ɣo.noˈci/ & /ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δρο‐γο‐νο‐κί‐νη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυδρογονοκίνηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η κίνηση οχημάτων με υδρογόνο
- ※ Αυτό είναι το σχέδιο για την υδρογονοκίνηση στην Ελλάδα. (Γιώργος Ανδρής, *, newsauto.gr, 4 Ιουνίου 2021)
Μεταφράσεις
επεξεργασία υδρογονοκίνηση
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr