τόλμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίατόλμα
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος τολμάω / τολμώ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τόλμᾰ | αἱ | τόλμαι |
γενική | τῆς | τόλμης | τῶν | τολμῶν |
δοτική | τῇ | τόλμῃ | ταῖς | τόλμαις |
αιτιατική | τὴν | τόλμᾰν | τὰς | τόλμᾱς |
κλητική ὦ! | τόλμᾰ | τόλμαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τόλμᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τόλμαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τόλμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατόλμα θηλυκό
- τόλμη, θάρρος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 41.4
- ἀλλὰ πᾶσαν μὲν θάλασσαν καὶ γῆν ἐσβατὸν τῇ ἡμετέρᾳ τόλμῃ καταναγκάσαντες γενέσθαι, πανταχοῦ δὲ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀίδια ξυγκατοικίσαντες.
- Η τόλμη μας ανάγκασε την πάσα γη και θάλασσα να μας ανοίξουνε το διάβα και παντού εστήσαμε μνημεία αθάνατα για τα καλά ή τα κακά που μας έτυχαν.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ἀλλὰ πᾶσαν μὲν θάλασσαν καὶ γῆν ἐσβατὸν τῇ ἡμετέρᾳ τόλμῃ καταναγκάσαντες γενέσθαι, πανταχοῦ δὲ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀίδια ξυγκατοικίσαντες.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Παναθηναϊκός, 10
- Οὕτω γὰρ ἐνδεὴς ἀμφοτέρων ἐγενόμην τῶν μεγίστην δύναμιν ἐχόντων παρ᾽ ἡμῖν, φωνῆς ἱκανῆς καὶ τόλμης, ὡς οὐκ οἶδ᾽ εἴ τις ἄλλος τῶν πολιτῶν·
- Γιατί σε δύο πράγματα, στη δυνατή φωνή και στην τόλμη, που έχουν πάρα πολύ μεγάλη δύναμη εδώ σε μας, υστέρησα τόσο πολύ όσο δεν γνωρίζω αν έχει υστερήσει κάποιος άλλος από τους συμπολίτες μου.
- Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- Οὕτω γὰρ ἐνδεὴς ἀμφοτέρων ἐγενόμην τῶν μεγίστην δύναμιν ἐχόντων παρ᾽ ἡμῖν, φωνῆς ἱκανῆς καὶ τόλμης, ὡς οὐκ οἶδ᾽ εἴ τις ἄλλος τῶν πολιτῶν·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 41.4
- (κατ’ επέκταση) παράτολμη πράξη
- (με αρνητική σημασία) θρασύτητα, αυθάδεια, αναίδεια
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 663
- τῆς σῆς δὲ τόλμης εἴσομαι γεγευμένος.
- Τη δικιά σου ξετσιπωσιά την έμαθα!
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- τῆς σῆς δὲ τόλμης εἴσομαι γεγευμένος.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Φιλίππου ἐπιστολή, 20
- ἀλλ᾽ αἰσχυνοίμην ἄν, εἰ τὴν πρὸς ὑμᾶς εὔνοιαν παρὰ τούτων φαινοίμην ὠνούμενος, οἳ πρὸς τοῖς ἄλλοις εἰς τοῦτο τόλμης ἥκουσιν ὥστε καὶ περὶ Ἀμφιπόλεως πρὸς ἡμᾶς ἀμφισβητεῖν ἐπιχειροῦσιν, ὑπὲρ ἧς τῶν ἀντιποιουμένων αὐτῆς οἶμαι πολὺ δικαιότερα λέγειν αὐτός.
- Αλλά θα ντρεπόμουν, αν έδινα την εντύπωση ότι εξαγοράζω την εύνοιά σας προς εμένα από ανθρώπους οι οποίοι κοντά σε όλα τα άλλα έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο θράσους, ώστε επιχειρούν να αμφισβητήσουν την εξουσία μου επί της Αμφιπόλεως, επί της οποίας πιστεύω ότι μπορώ να αναφέρω πολύ πιο δίκαια κυριαρχικά δικαιώματα από ό,τι αυτοί που τη διεκδικούν.
- Μετάφραση (2004): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ αἰσχυνοίμην ἄν, εἰ τὴν πρὸς ὑμᾶς εὔνοιαν παρὰ τούτων φαινοίμην ὠνούμενος, οἳ πρὸς τοῖς ἄλλοις εἰς τοῦτο τόλμης ἥκουσιν ὥστε καὶ περὶ Ἀμφιπόλεως πρὸς ἡμᾶς ἀμφισβητεῖν ἐπιχειροῦσιν, ὑπὲρ ἧς τῶν ἀντιποιουμένων αὐτῆς οἶμαι πολὺ δικαιότερα λέγειν αὐτός.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 663
- (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού δύο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
τολμ-
τολμ-
- ἀνατολμάω
- ἀντιτολμάω
- ἀντίτολμος
- ἀποτολμάω
- ἀποτολμητέον
- ἀπότολμος
- Ἀρείτολμος
- ἀρείτολμος
- ἀτόλματος
- ἀτολμέω
- ἀτόλμηρος
- ἀτόλμητος
- ἀτολμία
- ἄτολμος
- δορίτολμος
- ἔκτολμος
- ἐντολμάομαι
- ἐπιτολμάω
- ἐπιτολμητέον
- ἐπιτολμητός
- εὐτολμέω
- εὐτολμία
- εὔτολμος
- θρασύτολμος
- κατατολμάω
- μεγαλότολμος
- μεγάτολμος
- παντόλμιος
- πάντολμος
- παντότολμος
- παρατολμάω
- παράτολμος
- πολύτολμος
- προτολμάομαι
- συντολμάω
- τετολμηκότως
- τολμάεις
- Τολμαῖος
- τολμάω
- τολμήεις
- τόλμημα
- τολμηρός
- τόλμησις
- τολμητέον
- τολμητέος
- τολμητής
- τολμητίας
- τολμητικός
- τολμητός
- Τολμίδης
- τόλμιλλος
- ὑπέρτολμος
- φιλοτόλμως
- χρυσεόστολμος
Πηγές
επεξεργασία- τόλμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τόλμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.