Δείτε επίσης: άτολμος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἄτολμος τὸ ἄτολμον οἱ, αἱ ἄτολμοι τὰ ἄτολμα
Γενική τοῦ, τῆς ἀτόλμου τοῦ ἀτόλμου τῶν ἀτόλμων τῶν ἀτόλμων
Δοτική τῷ, τῇ ἀτόλμῳ τῷ ἀτόλμῳ τοῖς, ταῖς ἀτόλμοις τοῖς ἀτόλμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἄτολμον τὸ ἄτολμον τοὺς, τὰς ἀτόλμους τὰ ἄτολμα
Κλητική ἄτολμε ἄτολμον ἄτολμοι ἄτολμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀτόλμω
Γενική-Δοτική ἀτόλμοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄτολμος < ἀ- + τόλμη

  Επίθετο επεξεργασία

ἄτολμος, -ος, ον

Συγγενικά επεξεργασία