εὔτολμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ εὔτολμος | τὸ εὔτολμον | οἱ, αἱ εὔτολμοι | τὰ εὔτολμα |
Γενική | τοῦ, τῆς εὐτόλμου | τοῦ εὐτόλμου | τῶν εὐτόλμων | τῶν εὐτόλμων |
Δοτική | τῷ, τῇ εὐτόλμῳ | τῷ εὐτόλμῳ | τοῖς, ταῖς εὐτόλμοις | τοῖς εὐτόλμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν εὔτολμον | τὸ εὔτολμον | τοὺς, τὰς εὐτόλμους | τὰ εὔτολμα |
Κλητική | εὔτολμε | εὔτολμον | εὔτολμοι | εὔτολμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | εὐτόλμω | |||
Γενική-Δοτική | εὐτόλμοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεὔτολμος, -ος, -ον
- (καλή σημασία) εύτολμος, τολμηρός, θαρραλέος, αποφασιστικός
- (κακή σημασία) θρασύς, αυθάδης, απερίσκεπτος