Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὔτολμος τὸ εὔτολμον οἱ, αἱ εὔτολμοι τὰ εὔτολμα
Γενική τοῦ, τῆς εὐτόλμου τοῦ εὐτόλμου τῶν εὐτόλμων τῶν εὐτόλμων
Δοτική τῷ, τῇ εὐτόλμῳ τῷ εὐτόλμῳ τοῖς, ταῖς εὐτόλμοις τοῖς εὐτόλμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν εὔτολμον τὸ εὔτολμον τοὺς, τὰς εὐτόλμους τὰ εὔτολμα
Κλητική εὔτολμε εὔτολμον εὔτολμοι εὔτολμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐτόλμω
Γενική-Δοτική εὐτόλμοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὔτολμος < εὖ + τόλμη

  Επίθετο επεξεργασία

εὔτολμος, -ος, -ον

  1. (καλή σημασία) εύτολμος, τολμηρός, θαρραλέος, αποφασιστικός
  2. (κακή σημασία) θρασύς, αυθάδης, απερίσκεπτος