τσουρούτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατσουρούτικος, -η, -ο
- για ρούχο που είναι στενό ή κοντό, σε σχέση με αυτόν που το φορά
- Ήτανε λίγο αστείος με αυτό το τσουρούτικο παντελόνι.
- (μεταφορικά) κάθε τι σχετικά μικρό ή στενόχωρο
- τσουρούτικο τραπεζομάντιλο, τσουρούτικο μαγαζί, τσουρούτικο χαρτάκι, τσουρούτικο γλέντι