τσουλούφι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσουλούφι | τα | τσουλούφια |
γενική | του | τσουλουφιού | των | τσουλουφιών |
αιτιατική | το | τσουλούφι | τα | τσουλούφια |
κλητική | τσουλούφι | τσουλούφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατσουλούφι ουδέτερο
- μπούκλα μαλλιών που πετάει, συνήθως μπροστά στο μέτωπο και πάνω από τα μάτια
- αντίστοιχη μπούκλα τριχών σε άλογο