Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκόλλυς αρσενικό, γεν.: σκόλλυος

  Αναφορές επεξεργασία

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883