Δείτε επίσης: Τρυγόνα, τρυγόνι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρυγόνα οι τρυγόνες
      γενική της τρυγόνας των τρυγόνων
    αιτιατική την τρυγόνα τις τρυγόνες
     κλητική τρυγόνα τρυγόνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
τρυγόνα

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρυγόνα < τρυγόνι + < (ελληνιστική κοινή) τρυγόνιον, υποκοριστικό του (αρχαία ελληνική) τρυγών

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρυγόνα θηλυκό (& τρυγόνι)

  1. (πτηνό) αποδημητικό πουλί με το επιστημονικό όνομα Streptopelia turtur
     συνώνυμα: τρυγόνι, τουρτούρα
  2. είδος ποντιακού χορού
    Δείτε επίσης για το χορό τρυγόνα στη Βικιπαίδεια
  3. (προσφώνηση) (μεταφορικά) προσφώνηση χαριτωμένης γυναίκας
     συνώνυμα:: γοργόνα, περιστέρα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία