Τρυγόνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Τρυγόνα | οι | Τρυγόνες |
γενική | της | Τρυγόνας | των | Τρυγόνων |
αιτιατική | την | Τρυγόνα | τις | Τρυγόνες |
κλητική | Τρυγόνα | Τρυγόνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τρυγόνα < τρυγόνα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤρυγόνα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Τρυγόνα
|