τρυγόνιον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | τρυγόνιον | τὰ | τρυγόνιᾰ |
γενική | τοῦ | τρυγονίου | τῶν | τρυγονίων |
δοτική | τῷ | τρυγονίῳ | τοῖς | τρυγονίοις |
αιτιατική | τὸ | τρυγόνιον | τὰ | τρυγόνιᾰ |
κλητική ὦ! | τρυγόνιον | τρυγόνιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τρυγονίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τρυγονίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρυγόνιον < αρχαία ελληνική τρυγ(ών) + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρυγόνιον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή , πτηνό) to τρυγόνι
Πηγές επεξεργασία
- τρυγόνιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρυγόνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.