γοργόνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γοργόνα | οι | γοργόνες |
γενική | της | γοργόνας | — | |
αιτιατική | τη | γοργόνα | τις | γοργόνες |
κλητική | γοργόνα | γοργόνες | ||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γοργόνα < αρχαία ελληνική Γοργώ (: τέρας της ελληνικής μυθολογίας)• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣoɾˈɣo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γορ‐γό‐να
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγοργόνα θηλυκό
- (λαογραφία) μυθικό πλάσμα της θάλασσας, το οποίο έχει μορφή γυναίκας (με κορμό, χέρια και κεφάλι, από τη μέση και πάνω) και ψαριού (με λέπια και ουρά, από τη μέση και κάτω)
- ※ Αλλ' αν αφ' ενός μηδεμίαν προς τους περί Γοργόνων μύθους φαίνονται έχουσαι σχέσιν αι παραδόσεις του καθ' ημάς λαού, αφ' ετέρου όμως διετήρησαν πλείστους χαρακτήρας των αρχαίων περί Σειρήνων. (Πολίτης, Νικόλαος Ο περί των Γοργόνων μύθος, 1878, σελ. 4)
- (συνεκδοχικά) ακρόπρωρο ιστιοφόρου με την παραπάνω μορφή, που θεωρούνταν ότι προστάτευε το πλοίο από τις συμφορές
- (αργκό) ηθική όμορφη κοπέλα χωρίς δεσμό, ή νεαρή κυρία