Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριώροφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τριώροφος < τρι- (<τρίς) + ὄροφος Το -ω- (τριώροφος) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης.

  Επίθετο επεξεργασία

τριώροφος, -η, -ο

  1. που έχει τρεις ορόφους
    τριώροφο κτήριο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τριώροφο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / τριώροφος τὸ τριώροφον
      γενική τοῦ/τῆς τριωρόφου τοῦ τριωρόφου
      δοτική τῷ/τῇ τριωρόφ τῷ τριωρόφ
    αιτιατική τὸν/τὴν τριώροφον τὸ τριώροφον
     κλητική ! τριώροφε τριώροφον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τριώροφοι τὰ τριώροφ
      γενική τῶν τριωρόφων τῶν τριωρόφων
      δοτική τοῖς/ταῖς τριωρόφοις τοῖς τριωρόφοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς τριωρόφους τὰ τριώροφ
     κλητική ! τριώροφοι τριώροφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τριωρόφω τὼ τριωρόφω
      γεν-δοτ τοῖν τριωρόφοιν τοῖν τριωρόφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριώροφος < τρι- (<τρίς) + ὄροφος. Το -ω- (τριώροφος) εξηγείται με τον φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης.

  Επίθετο επεξεργασία

τριώροφος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία