↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τριώροφο τα τριώροφα
      γενική του τριωρόφου
τριώροφου
των τριωρόφων
    αιτιατική το τριώροφο τα τριώροφα
     κλητική τριώροφο τριώροφα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριώροφο < τρι- + όροφος, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του τριώροφος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριώροφο ουδέτερο, (λόγιο) τριώροφον

  • οικοδόμημα που φέρει τρεις ορόφους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία