τρίπατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τρίπατος | η | τρίπατη | το | τρίπατο |
γενική | του | τρίπατου | της | τρίπατης | του | τρίπατου |
αιτιατική | τον | τρίπατο | την | τρίπατη | το | τρίπατο |
κλητική | τρίπατε | τρίπατη | τρίπατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τρίπατοι | οι | τρίπατες | τα | τρίπατα |
γενική | των | τρίπατων | των | τρίπατων | των | τρίπατων |
αιτιατική | τους | τρίπατους | τις | τρίπατες | τα | τρίπατα |
κλητική | τρίπατοι | τρίπατες | τρίπατα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρίπατος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίατρίπατος, -η, -ο
- που έχει τρία πατώματα
- τρίπατο αρχοντικό