↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριγράμματος η τριγράμματη το τριγράμματο
      γενική του τριγράμματου της τριγράμματης του τριγράμματου
    αιτιατική τον τριγράμματο την τριγράμματη το τριγράμματο
     κλητική τριγράμματε τριγράμματη τριγράμματο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριγράμματοι οι τριγράμματες τα τριγράμματα
      γενική των τριγράμματων των τριγράμματων των τριγράμματων
    αιτιατική τους τριγράμματους τις τριγράμματες τα τριγράμματα
     κλητική τριγράμματοι τριγράμματες τριγράμματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριγράμματος < ελληνιστική κοινή τριγράμματος. Μορφολογικά αναλύεται σε τρι- + γράμματ(ος) + -ος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾiˈɣɾa.ma.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐γράμ‐μα‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

τριγράμματος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • τριγράμματος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / τριγράμματος τὸ τριγράμματον
      γενική τοῦ/τῆς τριγραμμάτου τοῦ τριγραμμάτου
      δοτική τῷ/τῇ τριγραμμάτ τῷ τριγραμμάτ
    αιτιατική τὸν/τὴν τριγράμματον τὸ τριγράμματον
     κλητική ! τριγράμματε τριγράμματον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τριγράμματοι τὰ τριγράμματ
      γενική τῶν τριγραμμάτων τῶν τριγραμμάτων
      δοτική τοῖς/ταῖς τριγραμμάτοις τοῖς τριγραμμάτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς τριγραμμάτους τὰ τριγράμματ
     κλητική ! τριγράμματοι τριγράμματ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τριγραμμάτω τὼ τριγραμμάτω
      γεν-δοτ τοῖν τριγραμμάτοιν τοῖν τριγραμμάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριγράμματος < τρι- + γράμμα + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

τριγράμματος, -ος, -ον