Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τορπιλισμός οι τορπιλισμοί
      γενική του τορπιλισμού των τορπιλισμών
    αιτιατική τον τορπιλισμό τους τορπιλισμούς
     κλητική τορπιλισμέ τορπιλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τορπιλισμός < τορπιλίζω, τορπιλισ- + -μός [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /toɾ.pi.liˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τορ‐πι‐λι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τορπιλισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία