↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τοποκεντρικός η τοποκεντρική το τοποκεντρικό
      γενική του τοποκεντρικού της τοποκεντρικής του τοποκεντρικού
    αιτιατική τον τοποκεντρικό την τοποκεντρική το τοποκεντρικό
     κλητική τοποκεντρικέ τοποκεντρική τοποκεντρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τοποκεντρικοί οι τοποκεντρικές τα τοποκεντρικά
      γενική των τοποκεντρικών των τοποκεντρικών των τοποκεντρικών
    αιτιατική τους τοποκεντρικούς τις τοποκεντρικές τα τοποκεντρικά
     κλητική τοποκεντρικοί τοποκεντρικές τοποκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τοποκεντρικός < τόπ(ος) + -ο- + κεντρικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική topocentric (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /to.po.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: το‐πο‐κε‐ντρι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

τοποκεντρικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία