τηρών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τηρών | η | τηρούσα | το | τηρούν |
γενική | του | τηρούντος | της | τηρούσας & τηρούσης* |
του | τηρούντος |
αιτιατική | τον | τηρούντα | την | τηρούσα | το | τηρούν |
κλητική | τηρών | τηρούσα | τηρούν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τηρούντες | οι | τηρούσες | τα | τηρούντα |
γενική | των | τηρούντων | των | τηρουσών | των | τηρούντων |
αιτιατική | τους | τηρούντες | τις | τηρούσες | τα | τηρούντα |
κλητική | τηρούντες | τηρούσες | τηρούντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τηρών, (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τηρῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος τηρῶ, συνηρημένου τύπου του τηρέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tiˈɾon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐ρών
- ομόηχο: τυρών
Μετοχή
επεξεργασίατηρών, -ούσα, -ούν
- (λόγιο) που τηρεί
- που ενημερώνει και συντάσσει καταλόγους, βιβλία ή αρχεία
- ↪ οδηγίες για τηρούντες λογιστικά αρχεία
- που τηρεί το λόγο του, τηρεί μια υπόσχεση
- ↪ οι τηρούντες τη νηστεία
- που ενημερώνει και συντάσσει καταλόγους, βιβλία ή αρχεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία που τηρεί αρχεία
|
που τηρεί το λόγο του
|