Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τηλεσκάφος τα τηλεσκάφη
      γενική του τηλεσκάφους των τηλεσκαφών
    αιτιατική το τηλεσκάφος τα τηλεσκάφη
     κλητική τηλεσκάφος τηλεσκάφη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλεσκάφος (νεολογισμός) < τηλε- + σκάφος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική drone

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τηλεσκάφος ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία