ντρόουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντρόουν < (άμεσο δάνειο) αγγλική drone
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντρόουν ουδέτερο άκλιτο
- μη επανδρωμένο, τηλεχειριζόμενο σκάφος, συνηθέστερα αεροσκάφος, αλλά και θαλάσσιο σκάφος (θαλάσσιο ντρόουν)