Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετρακόπτερο < τέσσερα + φτερό (ελικόπτερο < -πτερο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετρακόπτερο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία