τζίβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τζίβα | οι | τζίβες |
γενική | της | τζίβας | — | |
αιτιατική | την | τζίβα | τις | τζίβες |
κλητική | τζίβα | τζίβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τζίβα < σλαβικής προέλευσης dzīva < dzīvs (που θάλλει, που αναπτύσσεται -για φυτό) < πρωτοβαλτοσλαβική *gīˀwas < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷiwós / *gʷih₃wós (ζων, ζωντανός) < *gʷey- / *gʷī- (ζων, ζω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατζίβα θηλυκό
- είδος άγριου και ψιλού χορταριού, με το οποίο παλαιότερα γέμιζαν μαξιλάρια και στρώματα ή από το οποίο κατασκεύαζαν σχοινί)
- (συνεκδοχικά) σφουγγάρι φτιαγμένο από τέτοιο χορτάρι
- (συνεκδοχικά, κατ’ επέκταση) τα μπλεγμένα (άλουστα και βρόμικα) μαλλιά κάποιου, που σχηματίζουν κόμπους