τεχνοκρατία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεχνοκρατία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική technocracy < αρχαία ελληνική τέχνη τεχνο- + -κρατία (κρατέω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.xno.kɾaˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐χνο‐κρα‐τί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεχνοκρατία θηλυκό
- πολιτικοοικονομική θεωρία ή σύστημα που δίνει έμφαση στην τεχνολογία ως παράγοντα προόδου και ευημερίας
- (πολιτική) σύστημα διακυβέρνησης κυρίως από τεχνοκράτες
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις τεχνικός, τέχνη και κράτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
τεχνοκρατία