↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεχνοκρατικός η τεχνοκρατική το τεχνοκρατικό
      γενική του τεχνοκρατικού της τεχνοκρατικής του τεχνοκρατικού
    αιτιατική τον τεχνοκρατικό την τεχνοκρατική το τεχνοκρατικό
     κλητική τεχνοκρατικέ τεχνοκρατική τεχνοκρατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεχνοκρατικοί οι τεχνοκρατικές τα τεχνοκρατικά
      γενική των τεχνοκρατικών των τεχνοκρατικών των τεχνοκρατικών
    αιτιατική τους τεχνοκρατικούς τις τεχνοκρατικές τα τεχνοκρατικά
     κλητική τεχνοκρατικοί τεχνοκρατικές τεχνοκρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

(λείπει η ετυμολογία)

  Επίθετο

επεξεργασία

τεχνοκρατικός

[σύστημα διακυβέρνησης όπου η δύναμη βρίσκεται στα χέρια όχι των πολιτικών αλλά των ειδικών της διοίκησης και της οικονομίας] τεχνοκρατία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία