↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολιτικοοικονομικός η πολιτικοοικονομική το πολιτικοοικονομικό
      γενική του πολιτικοοικονομικού της πολιτικοοικονομικής του πολιτικοοικονομικού
    αιτιατική τον πολιτικοοικονομικό την πολιτικοοικονομική το πολιτικοοικονομικό
     κλητική πολιτικοοικονομικέ πολιτικοοικονομική πολιτικοοικονομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολιτικοοικονομικοί οι πολιτικοοικονομικές τα πολιτικοοικονομικά
      γενική των πολιτικοοικονομικών των πολιτικοοικονομικών των πολιτικοοικονομικών
    αιτιατική τους πολιτικοοικονομικούς τις πολιτικοοικονομικές τα πολιτικοοικονομικά
     κλητική πολιτικοοικονομικοί πολιτικοοικονομικές πολιτικοοικονομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολιτικοοικονομικός < πολιτικ(ός) + -ο- + οικονομικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πολιτικοοικονομικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία