Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεσσάρα οι τεσσάρες
      γενική της τεσσάρας
    αιτιατική την τεσσάρα τις τεσσάρες
     κλητική τεσσάρα τεσσάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεσσάρα < τεσσάρ(ι) + (μεγεθυντικό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τεσσάρα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο, ποδοσφαιρική ορολογία) επίτευξη τεσσάρων γκολ από μια ομάδα
    ※  «Τεσσάρα» Ολυμπιακού, «διπλό» η Ξάνθη στην Τρίπολη, άσφαιρος ο ΠΑΟ, έμεινε ζωντανός ο Πανθρακικός (Εφημερίδα Καθημερινή, 7/4/2013)
  2. (λαϊκότροπο, στρατιωτική αργκό) ποινή φυλάκισης τεσσάρων ημερών στο στρατό
  3. (λαϊκότροπο) ποινή αποβολής τεσσάρων ημερών μαθητή από το σχολείο
  4. (πληθυντικός, → δείτε τη λέξη τεσσάρες) όταν και τα δύο ζάρια μιας ζαριάς δείχνουν τέσσερα
     συνώνυμα: ντόρτια

  Μεταφράσεις επεξεργασία