Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταχύτερος η ταχύτερη το ταχύτερο
      γενική του ταχύτερου της ταχύτερης του ταχύτερου
    αιτιατική τον ταχύτερο την ταχύτερη το ταχύτερο
     κλητική ταχύτερε ταχύτερη ταχύτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταχύτεροι οι ταχύτερες τα ταχύτερα
      γενική των ταχύτερων των ταχύτερων των ταχύτερων
    αιτιατική τους ταχύτερους τις ταχύτερες τα ταχύτερα
     κλητική ταχύτεροι ταχύτερες ταχύτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταχύτερος < ταχ-ύτερος, συγκριτικός βαθμός του ταχύς

  Επίθετο επεξεργασία

ταχύτερος, -η, -ο

  1. που είναι πιο ταχύς, πιο γρήγορος
    Οι παίκτες μας ήταν ταχύτεροι
    Θα ήθελα ένα φάρμακο γιατρέ που να έχει ταχύτερη δράση. Αυτό αργεί να με πιάσει

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία