ταχύτερα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
ταχύτερα
- συγκριτικός βαθμός του ταχέως: πιο γρήγορα, με πιο γρήγορο ρυθμό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ταχύς
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταχύτερα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ταχύτερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ταχύτερος