ταλανισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταλανισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου ταλανίζω
Μετοχή επεξεργασία
ταλανισμένος, -η, -ο
- (λόγιο) ταλαιπωρημένος, βασανισμένος, τυραννημένος
- Ταλανισμένος από τις δυσκολίες, κυνηγημένος από τις ατυχίες....
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ταλανίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταλανισμένος
|