Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταλανίζω < ελληνιστική κοινή ταλανίζω < αρχαία ελληνική τάλας < τλάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *telh₂-

  Ρήμα επεξεργασία

ταλανίζω (παθητική φωνή: ταλανίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία