τλάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τλάω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίατλάω, τλῶ (συνηρημένο) ριζικός τύπος που δεν απαντά στον ενεστ.
- ανέχομαι, υπομένω δυστυχίες, καρτερώ, υποφέρω
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 71
- πᾶν τοίνυν, εἰ καὶ τοῦτ᾽ ἔτλη, κλύοι τις ἄν.
- Το παν λοιπόν μπορεί κανείς ν᾽ ακούσει, αν ως και αυτό έχει υποφέρει ακόμα.
- Μετάφραση: Ι.Ν. Γρυπάρης @greek‑language.gr
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 71
- (απόλυτο) υπομένω, καρτερώ, υποτάσσομαι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 586
- «τέτλαθι, μῆτερ ἐμή, καὶ ἀνάσχεο κηδομένη περ,
- «Υπόμεινε, μητέρα μου, και βάστα αν και θλιμμένη,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- «τέτλαθι, μῆτερ ἐμή, καὶ ἀνάσχεο κηδομένη περ,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 586
- (+ αιτιατική πράγμ.) αποτολμώ κάτι
- (+ αιτιατική πράγμ.) βαστάζω, υποφέρω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 395
- τλῆ δ᾽ Ἀΐδης ἐν τοῖσι πελώριος ὠκὺν ὀϊστόν,
- Βάσταξε και ο θεόρατος ο Άδης πικρό βέλος·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τλῆ δ᾽ Ἀΐδης ἐν τοῖσι πελώριος ὠκὺν ὀϊστόν,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 395
- (+ απαρ.) τολμώ ή ριψοκινδυνεύω να κάνω κάτι
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 657 (655-657)
- τοιοῖσδε πάσας εὐφρόνας ὀνείρασι | ξυνειχόμην δύστηνος, ἔστε δὴ πατρὶ | ἔτλην γεγωνεῖν νυκτίφοιτ᾽ ὀνείρατα.
- Τέτοια όνειρα με τάραζαν όλες τις νύχτες | την άμοιρη, ώσπου τόλμησα να κάμω λόγο | στον πατέρα γι᾽ αυτά των ύπνων μου τα σκιάχτρα.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- τοιοῖσδε πάσας εὐφρόνας ὀνείρασι | ξυνειχόμην δύστηνος, ἔστε δὴ πατρὶ | ἔτλην γεγωνεῖν νυκτίφοιτ᾽ ὀνείρατα.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 657 (655-657)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- δωρικός τύπος : τλάσομαι
- επικός τύπος : αόρ. α' ἐτάλασσα
- επικός τύπος : αόρ. β' τλῆν, ἔτλᾰν
- δωρικός τύπος : αόρ. β' ἔτλᾱν
- δωρικός τύπος : προστ. τλᾶθι
- επικός τύπος : απαρ. τλήμεναι
- επικός τύπος : μέλλ. ταλάσσω
- επικός τύπος : παρακ. α' πληθ. τέτλαμεν
- επικός τύπος : μτχ. τετληώς, θηλ. τετληυῖα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- θέμα τλη-
- θέμα ταλα-
- αἰνοτάλας
- ἀμφιταλαντεύω
- ἀντιταλαντεύω
- ἀντιτάλαντον
- ἀταλάφρων
- ἀταλαίπωρος
- ἀτάλαντος
- βαρυτάλαντος
- δεκατάλαντος
- διτάλαντος
- δυστάλας
- ἐκταλαιπωρέω
- ἐπιταλαιπωρέω
- ἐπιταλάριος
- ἑπτατάλαντος
- φιλοταλαίπωρος
- ἡμιτάλαντον
- ἡμιταλαντιαῖος
- ὁμοτάλαντος
- παντάλας
- πολυτάλαντος
- προσεπιταλαιπωρέω
- προσταλαιπωρέω
- συνταλαιπωρέω
- συνταλαιπωρία
- ταλαεργός
- ταλάφρων
- ταλαίφρων
- ταλαίμοχθος
- ταλαιπωρέω
- ταλαιπώρημα
- ταλαιπωρία
- ταλαιπωρικός
- ταλαιπωρισμός
- ταλαιπωρίζω
- ταλαίπωρος
- ταλακάρδιος
- ταλανίζω
- ταλαντάω
- ταλαντεύω
- ταλαντιαῖος
- ταλαντισμός
- τάλαντον
- ταλαντόομαι
- ταλαντοῦχος
- ταλάντωσις
- ταλαός
- Ταλαός
- ταλαπαθής
- ταλαπείριος
- ταλαπενθής
- ταλάριον
- ταλαρίσκος
- τάλαρος
- τάλας
- ταλασίφρων
- ταλασία
- ταλάσιος
- ταλασιουργέω
- ταλασιουργία
- ταλασιουργός
- ταλαύρινος
- τριτάλαντος
- τριτάλας
- ὑπερταλαντάω
- χιλιοτάλαντος
- θέμα τλα-
- θέμα τελᾰ-
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τλάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τλάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.