Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀτλητέω < λείπει η ετυμολογία

ἀτλητέω - ἀτλητῶ (συνηρημένο)

  1. δεν μπορώ να υποφέρω κάτι
  2. είμαι ανυπόμονος
  3. δεν αντέχω κάτι
    → δείτε παράθεμα στο ἀτλητῶν

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία