γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀτλητῶν ἀτλητοῦσ τὸ ἀτλητοῦν
      γενική τοῦ ἀτλητοῦντος τῆς ἀτλητούσης τοῦ ἀτλητοῦντος
      δοτική τῷ ἀτλητοῦντ τῇ ἀτλητούσ τῷ ἀτλητοῦντ
    αιτιατική τὸν ἀτλητοῦντ τὴν ἀτλητοῦσᾰν τὸ ἀτλητοῦν
     κλητική ! ἀτλητῶν ἀτλητοῦσ ἀτλητοῦν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀτλητοῦντες αἱ ἀτλητοῦσαι τὰ ἀτλητοῦντ
      γενική τῶν ἀτλητούντων τῶν ἀτλητουσῶν τῶν ἀτλητούντων
      δοτική τοῖς ἀτλητοῦσῐ(ν) ταῖς ἀτλητούσαις τοῖς ἀτλητοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἀτλητοῦντᾰς τὰς ἀτλητούσᾱς τὰ ἀτλητοῦντ
     κλητική ! ἀτλητοῦντες ἀτλητοῦσαι ἀτλητοῦντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀτλητοῦντε τὼ ἀτλητούσ τὼ ἀτλητοῦντε
      γεν-δοτ τοῖν ἀτλητούντοιν τοῖν ἀτλητούσαιν τοῖν ἀτλητούντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'ποιῶν' όπως «ποιῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἀτλητῶν, -οῦσα, -οῦν