→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄτλητος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄτλητος, -ος, -ον

  1. αφόρητος, ανυπόφορος, αβάσταχτος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 3
    πένθεϊ δ᾽ ἀτλήτῳ βεβολήατο πάντες ἄριστοι.
    κι έκρουε λύπη αβάστακτη τους πρώτους των ανδρείων.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 367 (στίχοι 365-367)
    τὼ δέ οἱ ὄσσε | λαμπέσθην ὡς εἴ τε πυρὸς σέλας, ἐν δέ οἱ ἦτορ | δῦν᾽ ἄχος ἄτλητον·
    φωτιά τα μάτια εκαίαν, | θλίψις μεγάλη εβάρυνε τα στήθη του
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 56.1
    τλῆθι λέων ἄτλητα παθὼν τετληότι θυμῷ· | οὐδεὶς ἀνθρώπων ἀδικῶν τίσιν οὐκ ἀποτίσει.
    Πολλά η καρδιά σου βάσταξε, λιοντάρι· βάστα τώρα κι αυτό τ᾽ αβάσταχτο κακό. | Πάντοτε ο αδικητής την πληρωμή πληρώνει.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. αυτός που δεν αποτολμάται

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → και δείτε τη λέξη τλάω