τάλαρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τάλαρος < τλάω
Ουσιαστικό
επεξεργασίατάλαρος αρσενικό
- μικρό ανοικτό κιβώτιο, καλάθι
- πλεκτό καλάθι από λυγαριά για εναπόθεση νωπού τυριού
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De naturalibus facultatibus, 1.15, p. 58 @scaife.perseus
- καὶ γὰρ καὶ τοῦτο, πᾶν ἐμβληθὲν εἰς τοὺς ταλάρους, οὐ πᾶν διηθεῖται, ἀλλ’ ὅσον ἂν ᾖ λεπτότερον τῆς εὐρύτητος τῶν πλοκάμων, εἰς τὸ κάταντες φέρεται, καὶ τοῦτο μὲν ὀῤῥὸς ἐπονομάζεται· τὸ λοιπὸν δὲ παχὺ, τὸ μέλλον ἔσεσθαι τυρὸς, ὡς ἂν οὐ παραδεχομένων αὐτὸ τῶν ἐν τοῖς ταλάροις πόρων, οὐ διεκπίπτει κάτω.
- ΣτΕ: Ο Γαληνός αναφέρει ως παράδειγμα τον τρόπο τυροκόμησης του γάλακτος, για να εξηγήσει τη λειτουργία των νεφρών.
- καὶ γὰρ καὶ τοῦτο, πᾶν ἐμβληθὲν εἰς τοὺς ταλάρους, οὐ πᾶν διηθεῖται, ἀλλ’ ὅσον ἂν ᾖ λεπτότερον τῆς εὐρύτητος τῶν πλοκάμων, εἰς τὸ κάταντες φέρεται, καὶ τοῦτο μὲν ὀῤῥὸς ἐπονομάζεται· τὸ λοιπὸν δὲ παχὺ, τὸ μέλλον ἔσεσθαι τυρὸς, ὡς ἂν οὐ παραδεχομένων αὐτὸ τῶν ἐν τοῖς ταλάροις πόρων, οὐ διεκπίπτει κάτω.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De naturalibus facultatibus, 1.15, p. 58 @scaife.perseus
- χαμηλό καλάθι για εναπόθεση καρπών
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 568 (στίχοι 567-568)
- παρθενικαὶ δὲ καὶ ἠΐθεοι ἀταλὰ φρονέοντες | πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν.
- Και αγόρια, κόρες λιγερές, αμέριμνα στην γνώμην | εφέρναν τον γλυκύν καρπόν μέσα εις τα καλάθια.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- παρθενικαὶ δὲ καὶ ἠΐθεοι ἀταλὰ φρονέοντες | πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 293 (293-294)
- οἳ δ᾽ αὖτ᾽ ἐς ταλάρους ἐφόρευν ὑπὸ τρυγητήρων | λευκοὺς καὶ μέλανας βότρυας μεγάλων ἀπὸ ὄρχων,
- Άλλοι μες σε κοφίνια κουβαλούσαν απ᾽ τους τρυγητές | σταφύλια μαύρα και λευκά από μακριές σειρές κλημάτων
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- οἳ δ᾽ αὖτ᾽ ἐς ταλάρους ἐφόρευν ὑπὸ τρυγητήρων | λευκοὺς καὶ μέλανας βότρυας μεγάλων ἀπὸ ὄρχων,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 568 (στίχοι 567-568)
- κλουβί ορνίθων
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 1.41, @scaife.perseus.
- ὅτι τὸ Μουσεῖον ὁ Φλιάσιος Τίμων ὁ σιλλοαγράφος τάλαρὸν πού φησιν ἐπισκώπτων τοὺς ἐν αὐτῷ τρεφομένους φιλοσόφους, ὅτι ὥσπερ ἐν πανάγρῳ τινὶ σιτοῦνται καθάπερ οἱ πολυτιμότατοι ὄρνιθες·
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 1.41, @scaife.perseus.
Παράγωγα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- πρόκειται για το τελάρο στη νεοελληνική
Πηγές
επεξεργασία- τάλαρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τάλαρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.