ταλαπενθής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταλαπενθής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαταλαπενθής, -ής, -ές
- (για ανθρώπους) υπομονετικός στον πόνο, αυτός που αντέχει στη δυστυχία, καρτερικός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 222 (221-222)
- εἰ δ᾽ αὖ τις ῥαίῃσι θεῶν ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ, | τλήσομαι ἐν στήθεσσιν ἔχων ταλαπενθέα θυμόν·
- Κι αν, όπως λες, κάποιος θεός θελήσει | να με χτυπήσει καταμεσής στο μπλάβο πέλαγος, θα το υπομείνω·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- εἰ δ᾽ αὖ τις ῥαίῃσι θεῶν ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ, | τλήσομαι ἐν στήθεσσιν ἔχων ταλαπενθέα θυμόν·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 222 (221-222)
- (για πράγματα) επώδυνος, επίπονος, θλιβερός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας Βακχυλίδης, Διθύραμβοι, ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ II, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΙΟΛΗ ΚΑΙ ΔΙΗΑΝΕΙΡΑ, 2.26 (2.25-2.26)
- ἐπεὶ | πύθετ᾽ ἀγγελίαν ταλαπενθέα,
- σαν | έμαθε το θλιβερό μαντάτο
- Μετάφραση (2012), Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
- ἐπεὶ | πύθετ᾽ ἀγγελίαν ταλαπενθέα,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας Βακχυλίδης, Διθύραμβοι, ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ II, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΙΟΛΗ ΚΑΙ ΔΙΗΑΝΕΙΡΑ, 2.26 (2.25-2.26)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ταλαπενθής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ταλαπενθής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.