→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ταλαπενθής τὸ ταλαπενθές
      γενική τοῦ/τῆς ταλαπενθοῦς τοῦ ταλαπενθοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ταλαπενθεῖ τῷ ταλαπενθεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ταλαπενθ τὸ ταλαπενθές
     κλητική ! ταλαπενθές ταλαπενθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ταλαπενθεῖς τὰ ταλαπενθ
      γενική τῶν ταλαπενθῶν τῶν ταλαπενθῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ταλαπενθέσ(ν) τοῖς ταλαπενθέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ταλαπενθεῖς τὰ ταλαπενθ
     κλητική ! ταλαπενθεῖς ταλαπενθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ταλαπενθεῖ τὼ ταλαπενθεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ταλαπενθοῖν τοῖν ταλαπενθοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταλαπενθής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ταλαπενθής, -ής, -ές

  1. (για ανθρώπους) υπομονετικός στον πόνο, αυτός που αντέχει στη δυστυχία, καρτερικός
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 222 (221-222)
    εἰ δ᾽ αὖ τις ῥαίῃσι θεῶν ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ, | τλήσομαι ἐν στήθεσσιν ἔχων ταλαπενθέα θυμόν·
    Κι αν, όπως λες, κάποιος θεός θελήσει | να με χτυπήσει καταμεσής στο μπλάβο πέλαγος, θα το υπομείνω·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. (για πράγματα) επώδυνος, επίπονος, θλιβερός
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Βακχυλίδης, Διθύραμβοι, ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ II, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΙΟΛΗ ΚΑΙ ΔΙΗΑΝΕΙΡΑ, 2.26 (2.25-2.26)
    ἐπεὶ | πύθετ᾽ ἀγγελίαν ταλαπενθέα,
    σαν | έμαθε το θλιβερό μαντάτο
    Μετάφραση (2012), Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία