Ἄτλας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ἄτλας < ἀ- + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *telh₂- «υφίσταμαι, υπομένω, υποφέρω» (ίσως να έχει και προελληνική προέλευση[1])
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἌτλας αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Robert S. P. Beekes, Etymological Dictionary of Greek, Brill, Λέιντεν – Βοστώνη, 2010, τ. Α΄, σελ. 163.