Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τακτικισμός οι τακτικισμοί
      γενική του τακτικισμού των τακτικισμών
    αιτιατική τον τακτικισμό τους τακτικισμούς
     κλητική τακτικισμέ τακτικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τακτικισμός < ιταλική tatticismo < tattica < αρχαία ελληνική τακτική, θηλυκό του τακτικός < τάττω (αντιδάνειο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τακτικισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία