τακτικιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τακτικιστικός < τακτικιστής + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίατακτικιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον τακτικιστή ή τον τακτικισμό ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις τακτικισμός, τακτική, τάξη και τάσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία τακτικιστικός
|