Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η σύννους το σύννουν
      γενική του/της σύννου του σύννου
    αιτιατική τον/τη σύννου το σύννουν
     κλητική σύννους* σύννουν*
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σύννοες τα σύννοα
      γενική των συννόων των συννόων
    αιτιατική τους/τις σύννοες τα σύννοα
     κλητική σύννοες σύννοα
* Η κλητική πτώση, σπάνια.
Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος.
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύννους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύννους, αττικός τύπος του σύννοος < σύν- + -νους (νοῦς / νόος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsi.nus/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύν‐νους

  Επίθετο επεξεργασία

σύννους, -ους, -ουν

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύννους < σύν- + -νους (νοῦς / νόος)

  Επίθετο επεξεργασία

σύννους, ους, -ουν