σύννους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | σύννους | το | σύννουν | ||
γενική | του/της | σύννου | του | σύννου | ||
αιτιατική | τον/τη | σύννου | το | σύννουν | ||
κλητική | σύννους* | σύννουν* | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | σύννοες | τα | σύννοα | ||
γενική | των | συννόων | των | συννόων | ||
αιτιατική | τους/τις | σύννοες | τα | σύννοα | ||
κλητική | σύννοες | σύννοα | ||||
* Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. | ||||||
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύννους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύννους, αττικός τύπος του σύννοος < σύν- + -νους (νοῦς / νόος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsi.nus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύν‐νους
Επίθετο
επεξεργασίασύννους, -ους, -ουν
- (αρχαιοπρεπές) βυθισμένος σε σκέψη
Μεταφράσεις
επεξεργασία σύννους
|
Πηγές
επεξεργασία- σύννους - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασύννους, ους, -ουν