↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σωματοτρόπος η σωματοτρόπος
σωματοτρόπα
το σωματοτρόπο
      γενική του σωματοτρόπου της σωματοτρόπου
σωματοτρόπας
του σωματοτρόπου
    αιτιατική τον σωματοτρόπο τη σωματοτρόπο
σωματοτρόπα
το σωματοτρόπο
     κλητική σωματοτρόπε σωματοτρόπε
σωματοτρόπα
σωματοτρόπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σωματοτρόποι οι σωματοτρόποι
σωματοτρόπες
τα σωματοτρόπα
      γενική των σωματοτρόπων των σωματοτρόπων των σωματοτρόπων
    αιτιατική τους σωματοτρόπους τις σωματοτρόπους
σωματοτρόπες
τα σωματοτρόπα
     κλητική σωματοτρόποι σωματοτρόποι
σωματοτρόπες
σωματοτρόπα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σωματοτρόπος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική somatotrope < αρχαία ελληνική σῶμα + τρόπος

  Επίθετο

επεξεργασία

σωματοτρόπος, -ος/-α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία