↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σωματοτροπίνη οι σωματοτροπίνες
      γενική της σωματοτροπίνης των σωματοτροπινών
    αιτιατική τη σωματοτροπίνη τις σωματοτροπίνες
     κλητική σωματοτροπίνη σωματοτροπίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σωματοτροπίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική somatotropin < αρχαία ελληνική σῶμα + τρόπος + -ίνη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σωματοτροπίνη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία