σωματοτροπίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σωματοτροπίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική somatotropin < αρχαία ελληνική σῶμα + τρόπος + -ίνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίασωματοτροπίνη θηλυκό
- (βιοχημεία, βιολογία) αυξητική ορμόνη (growth hormone – GH) που παράγεται από την υπόφυση και παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του σώματος, ειδικά στα οστά και στους μυς ενώ συμμετέχει και στη ρύθμιση του μεταβολισμού, επηρεάζοντας την πρόληψη / χρήση λιπών, υδατανθράκων και πρωτεϊνών από τον οργανισμό
Συγγενικά
επεξεργασία- σωματοτρόπος
- → δείτε τις λέξεις σώμα και τρόπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία σωματοτροπίνη
Πηγές
επεξεργασία- σωματοτροπίνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σωματοτροπίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας