σχεδιαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σχεδιαστικός < μεσαιωνική ελληνική σχεδιαστικός[1] < αρχαία ελληνική σχεδιάζω < σχέδιος < σχεδόν < σχεῖν / ἔχω
Επίθετο
επεξεργασίασχεδιαστικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- σχεδιαστικά
- → δείτε τις λέξεις σχέδιο και έχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ σχεδιαστικός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)