Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνεπαρμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνεπαρμέν
ος
η
συνεπαρμέν
η
το
συνεπαρμέν
ο
γενική
του
συνεπαρμέν
ου
της
συνεπαρμέν
ης
του
συνεπαρμέν
ου
αιτιατική
τον
συνεπαρμέν
ο
τη
συνεπαρμέν
η
το
συνεπαρμέν
ο
κλητική
συνεπαρμέν
ε
συνεπαρμέν
η
συνεπαρμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνεπαρμέν
οι
οι
συνεπαρμέν
ες
τα
συνεπαρμέν
α
γενική
των
συνεπαρμέν
ων
των
συνεπαρμέν
ων
των
συνεπαρμέν
ων
αιτιατική
τους
συνεπαρμέν
ους
τις
συνεπαρμέν
ες
τα
συνεπαρμέν
α
κλητική
συνεπαρμέν
οι
συνεπαρμέν
ες
συνεπαρμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνεπαρμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
συνεπαίρνω
Μετοχή
επεξεργασία
συνεπαρμένος, -η, -ο
βυθισμένος
,
απορροφημένος
,
εκστατικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνεπαρμένος
γαλλικά
:
emporté
(fr)
,
entraîné
(fr)
,
passionné
(fr)