συναιρεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναιρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συναιρώ < ελληνιστική κοινή συνῃρημένος < συναιρέω / συναιρῶ < αρχαία ελληνική αἱρέω / αἱρῶ
Μετοχή
επεξεργασίασυναιρεμένος
- (προφορικό) άλλη μορφή του συνηρημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία συναιρεμένος
|