↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνήχηση οι συνηχήσεις
      γενική της συνήχησης* των συνηχήσεων
    αιτιατική τη συνήχηση τις συνηχήσεις
     κλητική συνήχηση συνηχήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνηχήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνήχηση < ελληνιστική κοινή συνήχησις[1] [2] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική consonance[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνήχηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 συνήχηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. συνήχησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)