συνάρχων
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | συνάρχων | ἡ | συνάρχουσᾰ | τὸ | ...?...ον |
γενική | τοῦ | συνάρχοντος | τῆς | συναρχούσης | τοῦ | συνάρχοντος |
δοτική | τῷ | συνάρχοντῐ | τῇ | συναρχούσῃ | τῷ | συνάρχοντῐ |
αιτιατική | τὸν | συνάρχοντᾰ | τὴν | συνάρχουσᾰν | τὸ | ...?...ον |
κλητική ὦ! | συνάρχων | συνάρχουσᾰ | ...?...ον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | συνάρχοντες | αἱ | συνάρχουσαι | τὰ | συνάρχοντᾰ |
γενική | τῶν | συναρχόντων | τῶν | συναρχουσῶν | τῶν | συναρχόντων |
δοτική | τοῖς | συνάρχουσῐ(ν) | ταῖς | συναρχούσαις | τοῖς | συνάρχουσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | συνάρχοντᾰς | τὰς | συναρχούσᾱς | τὰ | συνάρχοντᾰ |
κλητική ὦ! | συνάρχοντες | συνάρχουσαι | συνάρχοντᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνάρχοντε | τὼ | συναρχούσᾱ | τὼ | συνάρχοντε |
γεν-δοτ | τοῖν | συναρχόντοιν | τοῖν | συναρχούσαιν | τοῖν | συναρχόντοιν |
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα ώστε να γίνει σωστά ο τονισμός. | ||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «λύων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνάρχων: μετοχή, και ουσιαστικοποιημένο. Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + ἄρχων
Μετοχή
επεξεργασίασυνάρχων, -ουσα, -ον
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συνάρχω: ο συνάρχοντας, συνάδελφος στην αρχή εξουσίας
Πηγές
επεξεργασία- συνάρχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συνάρχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.